Η ποιότητα του αέρα της Ευρώπης βελτιώνεται συνεχώς και ο αριθμός των ανθρώπων που πεθαίνουν πρόωρα ή υποφέρουν από ασθένειες λόγω ατμοσφαιρικής ρύπανσης μειώνεται. Ωστόσο, σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (ΕΟΠ), η ατμοσφαιρική ρύπανση εξακολουθεί να είναι ο μεγαλύτερος περιβαλλοντικός κίνδυνος για την υγεία στην Ευρώπη και απαιτούνται πιο φιλόδοξα μέτρα για την τήρηση των κατευθυντήριων γραμμών του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ).
Η αξιολόγηση του ΕΟΠ “Air Quality in Europe 2022”, η οποία δημοσιεύθηκε ολοκληρωμένη πρόσφατα επικεντρώνεται στην παρουσίαση της κατάστασης της ποιότητας του αέρα στην Ευρώπη, την αξιολόγηση των επιπτώσεων της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην υγεία και τα οικοσυστήματα και τον εντοπισμό των πηγών εκπομπών στην ατμόσφαιρα.
Σύμφωνα με την έκθεση, η ατμοσφαιρική ρύπανση εξακολουθεί να εγκυμονεί σημαντικούς κινδύνους για την υγεία στην Ευρώπη, προκαλώντας χρόνιες ασθένειες και πρόωρους θανάτους. Το 2020, το 96% του αστικού πληθυσμού της ΕΕ εκτέθηκε σε συγκεντρώσεις λεπτών αιωρούμενων σωματιδίων (PM2,5) πάνω από τα επιτρεπόμενα επίπεδα του ΠΟΥ των 5 μικρογραμμαρίων ανά κυβικό μέτρο (μg/m3) αέρα. Η ατμοσφαιρική ρύπανση βλάπτει επίσης τη βιοποικιλότητα, τις γεωργικές καλλιέργειες και τα δάση, προκαλώντας μεγάλες οικονομικές απώλειες.
Τουλάχιστον 238.000 πρόωροι θάνατοι από λεπτά αιωρούμενα σωματίδια στην ΕΕ
Η κακή ποιότητα του αέρα, ιδίως στις αστικές περιοχές, εξακολουθεί να επηρεάζει την υγεία των ευρωπαίων πολιτών. Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις του ΕΟΠ, τουλάχιστον 238.000 άνθρωποι πέθαναν πρόωρα στην ΕΕ το 2020 λόγω έκθεσης στη ρύπανση από PM2,5 πάνω από το επιτρεπόμενο επίπεδο του ΠΟΥ των 5 μg/m3. Η ρύπανση από το διοξείδιο του αζώτου οδήγησε σε 49.000 και η έκθεση στο όζον σε 24.000 πρόωρους θανάτους στην ΕΕ.
Πέρα από τον πρόωρο θάνατο, η ατμοσφαιρική ρύπανση επιφέρει επιδείνωση της ανθρώπινης υγείας και προσθέτει σημαντικό κόστος στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης. Για παράδειγμα, το 2019, η έκθεση σε PM2,5 οδήγησε σε 175.702 χρόνια ζωής με αναπηρία (YLDs) λόγω χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας σε 30 ευρωπαϊκές χώρες. (Oι επιπτώσεις στην υγεία διαφορετικών ατμοσφαιρικών ρύπων δεν προστίθενται μαζί, όπως και με τα προηγούμενα έτη, για να αποφευχθεί η διπλή καταμέτρηση λόγω επικαλύψεων των δεδομένων. Αυτό ισχύει τόσο για τη θνησιμότητα όσο και για τις ασθένειες).
Από το 2005 έως το 2020, ο αριθμός των πρόωρων θανάτων από έκθεση στα PM2,5 μειώθηκε κατά 45% στην ΕΕ. Εάν συνεχιστεί αυτή η τάση, η ΕΕ αναμένεται να επιτύχει τον στόχο του σχεδίου δράσης για τη μηδενική ρύπανση για μείωση κατά 55% των πρόωρων θανάτων έως το 2030.
Ωστόσο, θα χρειαστούν περαιτέρω προσπάθειες για την επίτευξη του οράματος μηδενικής ρύπανσης για το 2050 για μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης σε επίπεδα που δεν θεωρούνται πλέον επιβλαβή για την υγεία.
Απώλεια βιοποικιλότητας, ζημιές σε δάση, καλλιέργειες
Η ατμοσφαιρική ρύπανση βλάπτει επίσης τα χερσαία και υδάτινα οικοσυστήματα. Το 2020, επικίνδυνα επίπεδα εναπόθεσης αζώτου παρατηρήθηκαν στο 75% της συνολικής έκτασης του οικοσυστήματος της ΕΕ. Αυτό αντιπροσωπεύει μείωση 12% από το 2005, ενώ ο στόχος του σχεδίου δράσης της ΕΕ για τη μηδενική ρύπανση είναι να επιτευχθεί μείωση 25% έως το 2030.
Σύμφωνα με την αξιολόγηση του ΕΟΠ, το 59% των δασικών εκτάσεων και το 6% των γεωργικών εκτάσεων εκτέθηκαν σε επιζήμια επίπεδα όζοντος εδάφους στην Ευρώπη το 2020. Οι οικονομικές απώλειες λόγω των επιπτώσεων του όζοντος εδάφους στις αποδόσεις σίτου ανήλθαν συνολικά σε περίπου 1,4 ευρώ δισεκατομμύρια σε 35 ευρωπαϊκές χώρες το 2019, με τις μεγαλύτερες απώλειες στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Πολωνία και την Τουρκία.
Περισσότερες από τις μισές εκπομπές λεπτών σωματιδίων από τη χρήση ενέργειας στα κτίρια
Η κύρια πηγή ρύπανσης από σωματίδια στην Ευρώπη είναι η καύση καυσίμων στον οικιακό, εμπορικό και θεσμικό τομέα, δείχνει η ανάλυση του ΕΟΠ. Οι εκπομπές αυτές συνδέονται κυρίως με την καύση στερεών καυσίμων για τη θέρμανση των κτιρίων. Το 2020, ο τομέας ήταν υπεύθυνος για το 44% των εκπομπών PM10 και το 58% των εκπομπών PM2,5. Άλλες σημαντικές πηγές αυτών των ρύπων περιλαμβάνουν τη βιομηχανία, τις οδικές μεταφορές και τη γεωργία.
Η γεωργία ήταν επίσης υπεύθυνη για τη συντριπτική πλειοψηφία (94%) των εκπομπών αμμωνίας και περισσότερες από τις μισές (56%) των εκπομπών μεθανίου. Για τα οξείδια του αζώτου, οι κύριες πηγές ήταν οι οδικές μεταφορές (37%), η γεωργία (19%) και η βιομηχανία (15%).
Συνολικά, οι εκπομπές όλων των βασικών ατμοσφαιρικών ρύπων στην ΕΕ συνέχισαν να μειώνονται το 2020. Αυτή η τάση συνεχίστηκε από το 2005 παρά τη σημαντική αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) της ΕΕ την ίδια περίοδο, σημειώνει η ανάλυση του ΕΟΠ.