Για να απαντήσει στην ερώτηση “Κατά πόσο τα αέρια του θερμοκηπίου που παράγονται από τον άνθρωπο επηρεάζουν το κλίμα σήμερα σε σύγκριση με το παρελθόν;” η Εθνική Διεύθυνση Ωκεανών και Ατμόσφαιρας των ΗΠΑ- NOAA ανέπτυξε τον Ετήσιο Δείκτη Αερίων Θερμοκηπίου (“AGGI”). Ο δείκτης αυτός ενημερώνεται ετησίως και αντιστοιχεί στη συνδυασμένη θερμική επίδραση της θέρμανσης των πιο σημαντικών μακρόβιων αερίων του θερμοκηπίου: του διοξειδίου του άνθρακα, του μεθανίου, του διοξειδίου του αζώτου και μιας σειράς βιομηχανικών χημικών ουσιών. Η συνολική άμεση επιρροή στην θέρμανση σε ένα δεδομένο έτος συγκρίνεται με τις συνθήκες του 1990, το έτος ορόσημο που οι χώρες που υπέγραψαν το Πρωτόκολλο του Κιότο του ΟΗΕ και συμφώνησαν να χρησιμοποιηθεί ως σημείο αναφοράς για τις προσπάθειες μείωσης των εκπομπών.
Μέχρι το τέλος του 2021, η NOAA ανέφερε ότι ο AGGI ήταν 1,49, που σημαίνει ότι η άμεση επίδραση της θέρμανσης των αερίων του θερμοκηπίου που παράγονται από τον άνθρωπο είχε αυξηθεί κατά 49 % πάνω από τη βασική γραμμή του 1990. Το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής θέρμανσης (66 τοις εκατό) οφείλεται στο διοξείδιο του άνθρακα. Το μεθάνιο είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος συντελεστής (16 %). Ως ομάδα, ο τρίτος μεγαλύτερος συντελεστής είναι η κατηγορία των χλωροφθορανθράκων (CFCs) (θερμική συνεισφορά 7,6 %). Οι CFC χρησιμοποιήθηκαν ευρέως σε συστήματα ψύξης, προτού καταλάβουμε ότι κατέστρεφαν το στρώμα του όζοντος. Αυτές οι ουσίες και τα υποκατάστατά τους ρυθμίζονται πλέον βάσει του Πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ, αλλά είναι εξαιρετικά μακρόβια στην ατμόσφαιρα, επομένως συνεχίζουν να παίζουν ρόλο στην θέρμανση της Γης.
Η σχετική συνεισφορά κάθε αερίου στη συνολική επίδραση στην υπερθέρμανση του πλανήτη έχει αλλάξει με την πάροδο του χρόνου. Το 1990, το διοξείδιο του άνθρακα ήταν υπεύθυνο για περίπου το 60 % της ανισορροπίας στη θέρμανση, αλλά αυξήθηκε στο 66 % το 2021. Σε απόλυτες τιμές, η θερμική επίδραση του μεθανίου έχει αυξηθεί, αλλά η σχετική συνεισφορά του στη συνολική ανθρώπινη επίδραση μειώθηκε από 21 τοις εκατό% στο 16 %. Η συνεισφορά της ομάδας CFC μειώθηκε (από 12 % σε 7,6 %), ενώ η συνεισφορά των υποκατάστατων CFC – υδροχλωροφθοράνθρακες (HCFC για συντομία) και υδροφθοράνθρακες (HFCs) – έχει αυξηθεί (από 1 % σε 3,2 %).
Πηγή: National Oceanic and Atmospheric Administration