Η ανακάλυψη μιας σχεδόν γραμμικής αναλογικής σχέσης μεταξύ των σωρευτικών ανθρωπογενών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και της υπερθέρμανσης του πλανήτη ήταν αναμφισβήτητα η πιο σημαντική απλούστευση της επιστήμης της κλιματικής αλλαγής που σχετίζεται με την πολιτική τα τελευταία 25 χρόνια. Έχει επιτρέψει να πλαισιωθούν πολιτικές δράσεις ως προς τη μείωση των εκπομπών άνθρακα που συνάδουν με τη σταθεροποίηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Έτσι σήμερα, στην παγκόσμια πολιτική σκηνή για το κλίμα και τις εθνικές δεσμεύσεις για δραστική μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2), η αξιόπιστη εκτίμηση των εκπομπών έχει καταστεί κρίσιμης σημασίας για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής. Αυτές οι δεσμεύσεις θα έπρεπε να είναι συνεπείς με τη Συμφωνία των Παρισίων τo 2015 που στόχευε τη συγκράτηση της παγκόσμιας υπερθέρμανσης κάτω από +2 °C σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα.
Ωστόσο, παρά τις αξιόλογες προσπάθειες πολλών κρατών για την έμπρακτη μείωση των εκπομπών άνθρακα, οι στόχοι της Συμφωνίας των Παρισίων παραμένουν αβέβαιοι. Υπάρχουν δύο κύριοι λόγοι: 1) ο κυριότερος λόγος αύξησης της συγκέντρωσης του CO2 στην ατμόσφαιρα οφείλεται στους μεγάλους ρυπαντές (π.χ., Κίνα, Ινδία, ΗΠΑ) και 2) στην κλιματική ευαισθησία που έχουν τα κλιματικά μοντέλα στη συγκέντρωση του CO2, πώς δηλαδή αντιμετωπίζουν τις πηγές και τις καταβόθρες του CO2, και τι σχέση υπολογίζουν μεταξύ συγκέντρωσης CO2 και θερμοκρασίας.
Μια μελέτη που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό Nature, υπολογίζει ότι τα ανώτατα όρια της υπερθέρμανσης που θέσπισε η Συμφωνία των Παρισίων θα ξεπεραστούν πριν το 2058 αν συνεχιστεί η σημερινή εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα, η οποία είναι ίση με 11 γιγατόνους CO2 ανά έτος παγκοσμίως και παραμένει περίπου 10 % πάνω από τον μέσο όρο που πήραν υπόψιν τα κλιματικά μοντέλα CMIP6. Το μεν όριο του 1.5 °C (μέσος όρος δεκαετίας) αναμένεται να ξεπεραστεί πριν το 2037, το οποίο μάλιστα πλησιάσαμε για πρώτη φορά το 2023.