Ποιοι χάνουν πραγματικά από την κλιματική μετάβαση;

Η μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα εκτός από περιβαλλοντική αναγκαιότητα, είναι και μια τεράστια οικονομική αναδιάταξη. Μια νέα διεθνής μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο Nature Sustainability, αποκαλύπτει ποιοι ιδιοκτήτες ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων από ορυκτά καύσιμα κινδυνεύουν να χάσουν εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια καθώς ο κόσμος προσπαθεί να περιορίσει την υπερθέρμανση του πλανήτη.

Η μελέτη εξετάζει τις οικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής πολιτικής (κυρίως μέσω τιμολόγησης άνθρακα) στους ιδιοκτήτες υφιστάμενων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από ορυκτά καύσιμα παγκοσμίως. Οι συγγραφείς υπολογίζουν την αξία των λεγόμενων «εγκλωβισμένων περιουσιακών στοιχείων» (stranded assets), δηλαδή των μελλοντικών εσόδων που χάνονται επειδή οι μονάδες πρέπει να αποσυρθούν πρόωρα ή να λειτουργούν με αυξημένο κόστος ώστε να επιτευχθούν οι διεθνείς κλιματικοί στόχοι (1,5°C–2,6°C).

Χρησιμοποιώντας δεδομένα για 16.438 μονάδες άνθρακα, φυσικού αερίου και πετρελαίου, η ανάλυση εκτιμά τις απώλειες σε επίπεδο μονάδας, εταιρείας και χώρας, λαμβάνοντας υπόψη διαφορετικά σενάρια τιμών άνθρακα, ποσοστά μετακύλισης του κόστους στους καταναλωτές και προεξοφλητικά επιτόκια. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο ποιοι εταιρικοί και κρατικοί φορείς συγκεντρώνουν τον μεγαλύτερο οικονομικό κίνδυνο.

Το παγκόσμιο μέγεθος του προβλήματος

Σύμφωνα με τη μελέτη:

  • Αν ο κόσμος ακολουθήσει πορεία συμβατή με τον στόχο του 1,5°C, οι συνολικές οικονομικές απώλειες για τις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής από ορυκτά καύσιμα φτάνουν τα 1,9 τρισεκατομμύρια δολάρια.

  • Περίπου το 75% αυτών των απωλειών αφορά τον άνθρακα, το πιο ρυπογόνο καύσιμο.

  • Το οικονομικό ρίσκο δεν κατανέμεται ισότιμα: λίγες δεκάδες εταιρείες κατέχουν πάνω από το μισό των εγκλωβισμένων αξιών παγκοσμίως.

Με απλά λόγια, η ενεργειακή μετάβαση έχει «νικητές και ηττημένους», και οι ηττημένοι είναι πολύ συγκεκριμένοι.

Η Ευρώπη: λιγότερος άνθρακας, αλλά όχι χωρίς ρίσκο

Σε σύγκριση με την Κίνα ή την Ινδία, η Ευρώπη εμφανίζεται λιγότερο εκτεθειμένη σε εγκλωβισμένες μονάδες άνθρακα:

  • Πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν ήδη αποσύρει μεγάλο μέρος του λιγνίτη και του άνθρακα.
  • Η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει εδώ και χρόνια σύστημα εμπορίας εκπομπών (EU ETS), το οποίο έχει αυξήσει σταδιακά το κόστος του άνθρακα και έχει ωθήσει τις επιχειρήσεις σε πιο έγκαιρες αποφάσεις απόσυρσης.

Ωστόσο, η μελέτη δείχνει ότι η Ευρώπη δεν είναι εκτός κινδύνου. Τα τελευταία 15–20 χρόνια, πολλές ευρωπαϊκές χώρες αντικατέστησαν τον άνθρακα με μονάδες φυσικού αερίου, θεωρώντας τες «μεταβατική λύση». Αυτές οι μονάδες είναι σχετικά νέες και έχουν ακόμη δεκαετίες θεωρητικής ζωής μπροστά τους. Αν οι κλιματικοί στόχοι γίνουν αυστηρότεροι, μεγάλο μέρος αυτών των επενδύσεων κινδυνεύει επίσης να εγκλωβιστεί οικονομικά. Στη λίστα των ευρωπαϊκών εταιρειών με σημαντική έκθεση εμφανίζονται μεγάλοι ενεργειακοί όμιλοι, όπως η Engie (Γαλλία) και άλλοι δημόσιοι ή ημιδημόσιοι πάροχοι ηλεκτρικής ενέργειας.

Γιατί αυτό έχει σημασία για την πολιτική και την κοινωνία

Η μελέτη τονίζει κάτι κρίσιμο:
οι εταιρείες (και τα κράτη) που κινδυνεύουν να χάσουν τα περισσότερα είναι συχνά εκείνες που έχουν και τη μεγαλύτερη πολιτική επιρροή.

  • Στην Κίνα και την Ινδία, πρόκειται κυρίως για κρατικές επιχειρήσεις.

  • Στην Ευρώπη, πολλές μονάδες ανήκουν σε δημόσιους ή ρυθμιζόμενους οργανισμούς, πράγμα που σημαίνει ότι οι οικονομικές απώλειες μπορεί τελικά να μεταφερθούν στους φορολογούμενους ή στους καταναλωτές.

Αυτό εξηγεί γιατί η κλιματική πολιτική συχνά συναντά αντιστάσεις όχι μόνο ιδεολογικές, αλλά και καθαρά οικονομικές.

Η μελέτη καταλήγει σε ένα σαφές συμπέρασμα, ότι όσο πιο γρήγορα σχεδιαστεί και εφαρμοστεί η απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, τόσο μικρότερο θα είναι το οικονομικό και κοινωνικό κόστος της μετάβασης.

Πηγή: Nature