«Καύσωνας της θάλασσας» ονομάζεται μια ανώμαλη και παρατεταμένη αύξηση της θερμοκρασίας των επιφανειακών (αλλά και των βαθύτερων) στρωμάτων της θάλασσας λόγω της μεγάλης ποσότητας θερμότητας που απορροφά η θάλασσα μέσω της αλληλεπίδρασης με την ατμόσφαιρα κατά τη διάρκεια ενός ατμοσφαιρικού καύσωνα.
Το φαινόμενο, το οποίο έχει σοβαρό αντίκτυπο στη θαλάσσια οικολογία και στην οικονομία πολλών κρατών, παρατηρείται με ολοένα και αυξανόμενη συχνότητα, ιδιαίτερα την τελευταία 20ετία σε διάφορες περιοχές του πλανήτη. Δύο είναι οι κύριοι παράγοντες που δημιουργούν τον καύσωνα της θάλασσας: Οι πολύ υψηλές θερμοκρασίες και η άπνοια στην ατμόσφαιρα που δεν ευνοεί την ανάμειξη των επιφανειακών νερών με τα βαθύτερα και πιο ψυχρά νερά και τα ωκεάνια ρεύματα που μεταφέρουν θερμές μάζες νερού από άλλες λεκάνες, σύμφωνα με την ωκεανογράφο Δρ. Σοφία Δαρμαράκη.
Μια νέα εργασία που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Geophysical Research Letters είχε ως αντικείμενο μελέτης την απόσταση που μπορούν να διανύσουν οι καύσωνες της θάλασσας, δηλαδή πόση θαλάσσια έκταση μπορούν να επηρεάσουν. Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι οι καύσωνες της θάλασσας παγκοσμίως στο εγγύς μέλλον θα έχουν μεγαλύτερη διάρκεια, θα είναι πιο συχνοί, και πιο έντονοι λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη, είχαν αγνοήσει όμως την επιρροή των ωκεάνιων ρευμάτων.
Χρησιμοποιώντας έναν τρισδιάστατο αλγόριθμο ανίχνευσης καυσώνων της θάλασσας, επιστήμονες από την Κίνα κατέγραψαν 3.843 επεισόδια καύσωνα της θάλασσας παγκοσμίως την περίοδο 1982-2020. Επιβεβαίωσαν τα ευρύματα των προηγούμενων μελετών και επιπλέον έδειξαν πως η ταχύτητα κίνησης, η ένταση, και η έκταση που καλύπτουν οι καύσωνες της θάλασσας αυξάνονται συνεχώς τις τελευταίες δεκαετίες, ιδιαίτερα μετά το 2013. Ειδικότερα, τα πιο έντονα επεισόδια καύσωνα της θάλασσας καλύπτουν ολοένα και μεγαλύτερες ωκεάνιες περιοχές του πλανήτη, ενώ η συχνότητα εμφάνισης των πιο ήπιων επεισοδίων παραμένει σχεδόν σταθερή.