
Η πρόσφατη πρόταση του δημάρχου Νοτίου Πηλίου για την καθιέρωση καθημερινής αεροπορικής σύνδεσης μεταξύ του αεροδρομίου Νέας Αγχιάλου και του Ελευθέριου Βενιζέλου προκαλεί εύλογα ερωτήματα ως προς τη βιωσιμότητα και την οικολογική λογική της.
Η απόσταση των δύο αεροδρομίων είναι μόλις 170 χλμ., μια απόσταση που καλύπτεται με λεωφορείο ή αυτοκίνητο σε περίπου 3 ώρες. Η δημιουργία αεροπορικής γραμμής για τόσο σύντομο δρομολόγιο αντιβαίνει πλήρως στις αρχές της βιώσιμης κινητικότητας και επιβαρύνει δυσανάλογα το περιβάλλον. Η καύση καυσίμου ανά χιλιόμετρο στις σύντομες πτήσεις είναι η υψηλότερη, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης ενέργειας συμβαίνει στην απογείωση και προσγείωση.
Την ίδια στιγμή, χώρες όπως η Γαλλία έχουν ήδη θεσμοθετήσει απαγόρευση εσωτερικών πτήσεων σε δρομολόγια όπου υπάρχει εναλλακτική σιδηροδρομική σύνδεση διάρκειας μικρότερης των 2,5 ωρών. Το γαλλικό παράδειγμα δείχνει καθαρά τον δρόμο: λιγότερα αεροπλάνα, περισσότερο τρένο.
Η πτήση Βόλος–Αθήνα έχει σχεδόν 10 φορές περισσότερες εκπομπές από το τρένο. Αυτό καθιστά την πρόταση περιβαλλοντικά μη βιώσιμη, ειδικά όταν υπάρχουν διαθέσιμες και φιλικότερες εναλλακτικές.
Αεροπορική σύνδεση Βόλου – Αθήνας:
- Εκπομπές CO₂ ανά επιβάτη: ~255 g CO₂/km
- Σύνολο: ~43,000 g (43 kg) CO₂/επιβάτη
Χρήση ηλεκτρικού τρένου:
- Εκπομπές CO₂ ανά επιβάτη:~25 g CO₂/km (ανάλογα με το μείγμα ενέργειας)
- Σύνολο: ~4,250 g (4,25 kg) CO₂/επιβάτη
Αντί να επενδύσουμε σε νέες αεροπορικές εκπομπές, θα ήταν προτιμότερο να ενισχυθούν οι σιδηροδρομικές και οδικές υποδομές που συνδέουν τον Βόλο με την Αθήνα. Το περιβαλλοντικό κόστος μιας αεροπορικής γραμμής για μια τόσο μικρή απόσταση δεν δικαιολογείται ούτε από τη ζήτηση, ούτε από την ανάγκη, ούτε – κυρίως – από την εποχή.
Σε μια περίοδο που η κλιματική κρίση απαιτεί γενναίες και συνετές αποφάσεις, τέτοιες προτάσεις μοιάζουν όχι μόνο περιβαλλοντικά αδιάφορες, αλλά και πολιτικά αναχρονιστικές.