Καθώς η ετήσια περίοδος ανάπτυξης της τρύπας του όζοντος στην Ανταρκτική ολοκληρώνεται για το 2022, τα δεδομένα της Υπηρεσίας Παρακολούθησης της Ατμόσφαιρας Copernicus (CAMS) δείχνουν ότι η φετινή τρύπα του όζοντος κλείνει αργότερα από τις περισσότερες των προηγούμενων 40 ετών και, παρά τα σημάδια ανάκαμψης της στιβάδας του όζοντος, εξακολουθεί να είναι μέσα στις 15 μεγαλύτερες στις καταγραφές των κλιματικών αρχείων που χρονολογούνται από το 1979. Παρόμοιο μοτίβο παρατηρήθηκε το 2020 (η μακροβιότερη στην ιστορία, έκλεισε στις 28 Δεκεμβρίου) και το 2021 την 8η μεγαλύτερη τρύπα του όζοντος, που επεκτάθηκε έως τις 23 Δεκεμβρίου.
Οι πρόσφατες μεγάλες και μακροχρόνιες τρύπες του όζοντος δεν αμφισβητούν με κανέναν τρόπο το γεγονός ότι το στρώμα του όζοντος της Ανταρκτικής ανακάμπτει, όπως δηλώνεται από την επιστημονική αξιολόγηση του WMO για την καταστροφή του όζοντος για το 2022. “Η ανάκτηση του στρατοσφαιρικού όζοντος της Ανταρκτικής συνεχίζει να προοδεύει”. Τα νέα αποτελέσματα από την Αξιολόγηση του 2018 υποστηρίζουν τα ευρήματα που αναφέρθηκαν εκείνη την εποχή ότι η τρύπα του όζοντος της Ανταρκτικής έχει γενικά μειωθεί σε μέγεθος και βάθος από το έτος 2000. Στο κείμενο γίνεται αναφορά επίσης για τη «σημαντική μεταβλητότητα» που παρατηρείται από το 2019 σε μέγεθος, αντοχή και μακροζωία. «Αυτή η συμπεριφορά εξελίσσεται σε μεγάλο βαθμό δυναμικά, είναι συνεπής με την κατανόησή μας και δεν αμφισβητεί τα στοιχεία για την εμφάνιση ανάκαμψης». αναφέρει η έκθεση του WMO.
Πράγματι, οι συγκεντρώσεις των ουσιών που καταστρέφουν το όζον (ODS) στη στρατόσφαιρα ποικίλλουν και βρίσκονται σε πτωτική τάση από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 χάρη στο Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ. Χωρίς την απαγόρευση αυτών των σχεδόν 100 ανθρωπογενών χημικών ουσιών που καταστρέφουν το όζον, η κατάσταση του στρώματος του όζοντος θα είχε επιδεινωθεί δραματικά.
Όμως, το γεγονός ότι αυτή η εκτεταμένη «περίοδος ανάπτυξης της τρύπας του όζοντος» επαναλαμβάνεται για τρίτη συνεχόμενη φορά υποδηλώνει ότι μπορεί να υπάρχουν μεταβαλλόμενοι παράγοντες στη στρατόσφαιρα του Νότιου Πόλου. Τα δεδομένα δείχνουν ότι η ανάκτηση της στιβάδας του όζοντος είναι μια αργή διαδικασία και οι χημικές ουσίες που είχαν απελευθερωθεί στην ατμόσφαιρα έχουν μακροχρόνιες επιπτώσεις. Οι χημικές αυτές ουσίες που βρίσκονται αυτή τη στιγμή στη στρατόσφαιρα θα χρειαστούν πέντε δεκαετίες για να αποδομηθούν σύμφωνα με εκτιμήσεις. Η διαδικασία καταστροφής του όζοντος που προκαλεί την τρύπα του όζοντος εξαρτάται από τέσσερις κύριους παράγοντες: την παρουσία ουσιών που καταστρέφουν το όζον, τις συνθήκες πολικού στρόβιλου με εξαιρετικά ψυχρές συνθήκες και αποφυγή ανάμειξης αέρα από τα μεσαία γεωγραφικά πλάτη, τα πολικά στρατοσφαιρικά σύννεφα (PSC) και την ηλιακή ακτινοβολία. Οι απομονωμένες και πολύ ψυχρές συνθήκες μέσα στον πολικό στρόβιλο παίζουν σημαντικό ρόλο στο βάθος και την έκταση της τρύπας του όζοντος.
Το στρώμα του όζοντος φιλτράρει την επιβλαβή ηλιακή υπεριώδη ακτινοβολία UV διαδραματίζοντας ουσιαστικό ρόλο για τη βιωσιμότητα της ζωής στη Γη. Οι ανθρώπινες εκπομπές ουσιών που καταστρέφουν το όζον (ODSs) στα τέλη του 20ου αιώνα επηρέασαν την ποσότητα των μορίων του όζοντος στη στρατόσφαιρα, με αποτέλεσμα την ετήσια ανάπτυξη της τρύπας του όζοντος πάνω από την Ανταρκτική. Η έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία αυξάνει τους κινδύνους για καρκίνο του δέρματος, ηλιακά εγκαύματα, οφθαλμικές βλάβες και πρόωρη γήρανση.