Το 2015, σχεδόν 200 χώρες υπέγραψαν τη Συμφωνία του Παρισιού, ένα ορόσημο στη διεθνή προσπάθεια αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Δέκα χρόνια αργότερα, η επέτειος αυτή προσφέρεται για απολογισμό, αλλά και για έναν ειλικρινή προβληματισμό: πόσο κοντά βρισκόμαστε στους στόχους που θέσαμε, ποιες δεσμεύσεις υλοποιήθηκαν και ποιες προκλήσεις παραμένουν ανοιχτές.
Τι είχε συμφωνηθεί στο Παρίσι
Η Συμφωνία του Παρισιού έθεσε έναν σαφή και φιλόδοξο κεντρικό στόχο: τον περιορισμό της αύξησης της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας «πολύ κάτω από τους 2°C» σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, με προσπάθεια να μην ξεπεραστεί ο 1,5°C. Για πρώτη φορά, σχεδόν όλα τα κράτη, ανεπτυγμένα και αναπτυσσόμενα, ανέλαβαν ευθύνη δράσης.
Βασικό εργαλείο της συμφωνίας αποτέλεσαν οι Εθνικά Καθορισμένες Συνεισφορές (NDCs): εθνικά σχέδια μείωσης εκπομπών και προσαρμογής, τα οποία κάθε χώρα δεσμεύτηκε να υποβάλλει, να εφαρμόζει και να αναθεωρεί ανά πενταετία με αυξημένη φιλοδοξία. Παράλληλα, προβλέφθηκε οικονομική και τεχνική στήριξη προς τις αναπτυσσόμενες χώρες, ώστε η μετάβαση να είναι δίκαιη και καθολική.
Τι έχει τηρηθεί μέχρι σήμερα
Σε επίπεδο θεσμών και διαδικασιών, η Συμφωνία του Παρισιού έχει σε μεγάλο βαθμό τηρηθεί. Σχεδόν όλα τα κράτη έχουν καταθέσει NDCs, ενώ η έννοια της «κλιματικής ουδετερότητας» έως τα μέσα του αιώνα έχει ενσωματωθεί σε εθνικές στρατηγικές, ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο Ηνωμένο Βασίλειο και σε άλλες μεγάλες οικονομίες.
Η δεκαετία που ακολούθησε χαρακτηρίστηκε από σημαντική πρόοδο στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, με το κόστος της ηλιακής και της αιολικής ενέργειας να μειώνεται δραστικά. Πολλές χώρες θέσπισαν νόμους για την απανθρακοποίηση, ενώ η κλιματική πολιτική μετακινήθηκε από το περιθώριο στο κέντρο του δημόσιου διαλόγου.
Ωστόσο, η ουσία της συμφωνίας δεν κρίνεται από τις διαδικασίες, αλλά από τις εκπομπές. Και εκεί η εικόνα είναι λιγότερο ενθαρρυντική. Οι παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου δεν έχουν μειωθεί με τον ρυθμό που απαιτείται. Παρά τις διακυμάνσεις, η συνολική τάση παραμένει ασύμβατη με τον στόχο του 1,5°C.
Οι μεγαλύτερες προκλήσεις
Η βασικότερη πρόκληση είναι το χάσμα φιλοδοξίας και εφαρμογής. Ακόμη και αν όλες οι σημερινές δεσμεύσεις υλοποιηθούν πλήρως, ο κόσμος οδηγείται σε σημαντικά υψηλότερη αύξηση θερμοκρασίας από αυτήν που προβλέπει η Συμφωνία του Παρισιού.
Παράλληλα, η εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα παραμένει ισχυρή. Οι γεωπολιτικές εντάσεις, οι ενεργειακές κρίσεις και τα βραχυπρόθεσμα οικονομικά συμφέροντα συχνά καθυστερούν ή υπονομεύουν τη μετάβαση. Η χρηματοδότηση για το κλίμα, ιδίως προς τις πιο ευάλωτες χώρες, υπολείπεται των δεσμεύσεων, εντείνοντας τις παγκόσμιες ανισότητες.
Επιπλέον, η κλιματική αλλαγή εξελίσσεται ταχύτερα από πολλές προβλέψεις. Ακραία καιρικά φαινόμενα, παρατεταμένοι καύσωνες, πλημμύρες και ξηρασίες δεν αποτελούν πλέον μελλοντικά σενάρια, αλλά παρούσα πραγματικότητα, δοκιμάζοντας την ανθεκτικότητα κοινωνιών και οικονομιών.
Ο ρόλος της Ευρώπης και της Ελλάδας
Σε αυτό το σύνθετο και συχνά αποθαρρυντικό τοπίο, η Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίζει να διαδραματίζει ρόλο ηγέτιδας δύναμης προς τη σωστή κατεύθυνση. Με τον Ευρωπαϊκό Κλιματικό Νόμο (θα επικυρωθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στα τέλη Ιανουαρίου 2026) και τη δέσμευση για κλιματική ουδετερότητα έως το 2050, η ΕΕ έχει μετατρέψει τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού σε δεσμευτικό νομικό πλαίσιο. Παρά τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις και τις πολιτικές πιέσεις, η Ευρώπη εξακολουθεί να συνδυάζει τη μείωση εκπομπών με επενδύσεις στην καθαρή ενέργεια, την καινοτομία και την κοινωνική συνοχή, λειτουργώντας συχνά ως σημείο αναφοράς για άλλες περιοχές του κόσμου.
Η Ελλάδα εντάσσεται σε αυτή τη συλλογική ευρωπαϊκή πορεία, με βήματα που τα τελευταία χρόνια έχουν επιταχυνθεί. Η σταδιακή απολιγνιτοποίηση, η σημαντική διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και η ενσωμάτωση της κλιματικής προσαρμογής στον εθνικό σχεδιασμό δείχνουν μια σαφή κατεύθυνση ευθυγράμμισης με τους στόχους του Παρισιού. Την ίδια στιγμή, η χώρα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης, από τους καύσωνες και τις πυρκαγιές έως τις πλημμύρες, γεγονός που καθιστά την κλιματική πολιτική όχι αφηρημένη διεθνή υποχρέωση, αλλά ζήτημα άμεσης ασφάλειας και ευημερίας.
Υπάρχει ακόμη αισιοδοξία
Παρά τις αδυναμίες και τις καθυστερήσεις, η Συμφωνία του Παρισιού έχει αλλάξει ανεπιστρεπτί το πλαίσιο της παγκόσμιας συζήτησης. Η κλιματική δράση δεν θεωρείται πλέον «επιλογή», αλλά αναγκαιότητα. Η τεχνολογία εξελίσσεται ταχύτερα από τις αρχικές εκτιμήσεις, ενώ η κοινωνική πίεση διαμορφώνει νέες πολιτικές και επιχειρηματικές προτεραιότητες.
Το σημαντικότερο ίσως στοιχείο αισιοδοξίας είναι ότι οι λύσεις είναι πλέον γνωστές και, σε μεγάλο βαθμό, διαθέσιμες. Το ζητούμενο δεν είναι η ανακάλυψη νέων στόχων, αλλά η επιτάχυνση της εφαρμογής, με συνέπεια, συνεργασία και αίσθηση δικαιοσύνης.
Δέκα χρόνια μετά το Παρίσι, το ερώτημα δεν είναι αν η Συμφωνία απέτυχε ή πέτυχε. Το πραγματικό ερώτημα είναι αν θα αξιοποιηθεί πλήρως στο δεύτερο μισό της κρίσιμης δεκαετίας που διανύουμε. Το παράθυρο ευκαιρίας στενεύει, αλλά παραμένει ανοιχτό, και αυτό από μόνο του είναι ένας λόγος να μην εγκαταλείπεται η ελπίδα.