«Η παγκόσμια κοινότητα έχει συμφωνήσει ότι η κλιματική κρίση οφείλεται στο παραγωγικό και καταναλωτικό μοντέλο που είχαμε υιοθετήσει μέχρι σήμερα και άρα, πρέπει να το αλλάξουμε. Τι λένε οι νέοι; Αλλάξτε το σύστημα, όχι το κλίμα. Το συμπέρασμα είναι ότι δεν έχουμε ακούσει τους νέους και ότι έχουμε πλειοδοσία δηλώσεων που δεν αντιστοιχεί όμως με την πράξη. Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, έχει επισημάνει ότι καθυστερούμε και απομακρυνόμαστε από τον στόχο της αύξησης θερμοκρασίας μέχρι 1,5 °C. Αυτό για την Ελλάδα μεταφράζεται σε επιτάχυνση της ανόδου της θερμοκρασίας γιατί η Ελλάδα και η Ανατολική Μεσόγειος ευρύτερα αποτελούν “hotspot” κλιματικής αλλαγής. Συνεπώς έχουμε ένα μεγάλο δίλημμα μπροστά μας. Θα ανταποκριθούμε επιτυχώς στις νέες συνθήκες ή θα χάσουμε την νέα ευκαιρία/πρόκληση του κλιματικού ανταγωνισμού;», δήλωσε ο τομεάρχης Περιβάλλοντος και Ενέργειας και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Σωκράτης Φάμελλος, στο συνέδριο «Athens Energy Dialogues» στο στρογγυλό τραπέζι με θέμα “Lignite VS decarbonization: The impact on the industrial sector”.
«Μιλάμε στην ουσία για μία επανάσταση, δεν μπορούμε να κάνουμε ό,τι κάναμε μέχρι σήμερα, ενώ η κυβέρνηση προχωρά με την οπτική business as usual.», πρόσθεσε, «Δύο επιπλέον προβλήματα προστίθενται στην αρχή της μετάβασης, πρώτον η ακρίβεια στην ενέργεια και δεύτερον η ανάγκη απεξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο».
Παρουσίασε τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για να απαντήσει η Ελλάδα επιτυχώς σε αυτές τις προκλήσεις: «Πρώτον χρειαζόμαστε σχέδιο και δεύτερον ηγεσία. Η πολιτεία μπροστά λοιπόν, η πολιτεία πρέπει να ηγηθεί, όπως συνέβη και με την πανδημία, και πρέπει να αναλάβει τον κεντρικό σχεδιασμό γιατί (και) η μετάβαση δεν μπορεί να αφεθεί στις ορέξεις της αγοράς. Η πολιτεία είναι επίσης αυτή που πρέπει να εγγυηθεί ότι «κανείς δε θα μείνει πίσω σε αυτήν τη μετάβαση».
«Χρειάζεται ακόμη ένα Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) όπου θα αποτελέσει και τον οδικό χάρτη της μετάβασης. Δυστυχώς όμως, για την κυβέρνηση Μητσοτάκη και το περιβάλλον αποτελεί εύφορο πεδίο άσκησης κυβερνητικής προπαγάνδας. Η Ελλάδα με το ΕΣΕΚ του ΣΥΡΙΖΑ είχε ένα πλάνο ομαλής απεξάρτησης και από το λιγνίτη και από το φυσικό αέριο. Αυτό επειδή ο τελικός στόχος είναι η κλιματική ουδετερότητα και άρα η απανθρακοποίηση του μείγματος ηλεκτροπαραγωγής. Η επιλογή της κυβέρνησης ΝΔ να προσδέσει τη χώρα στην ηλεκτροπαραγωγή από φυσικό αέριο πίσω από τον τίτλο «απολιγνιτοποίηση» είναι ενάντια στους κλιματικούς στόχους, είναι μία επιλογή που αύξησε περαιτέρω την ενεργειακή μας εξάρτηση και το κόστος ηλεκτρισμού. Η απαράδεκτη αυτή επιλογή συμπεριλήφθηκε και στον κλιματικό νόμο της κυβέρνησης Μητσοτάκη που συζητούσαμε στη Βουλή».
Σχετικά με την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα ο Σ.Φάμελλος σημείωσε ότι: «Το πρόβλημα στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας ξεκίνησε όταν, με την ανάληψη της διακυβέρνησης από τη Νέα Δημοκρατία, η ΔΕΗ μετατράπηκε σε μία κερδοσκοπική ενεργειακή εταιρία, αφήνοντας πίσω τον διαχρονικό κοινωνικό και αναπτυξιακό της ρόλο και θέτοντας ως μοναδικό γνώμονα τη δική της κερδοφορία. Πεντακόσια (500) εκατ. ευρώ κόστισε στην κοινωνία και στους παραγωγικούς κλάδους η αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ τον Σεπτέμβριο του 2019. Ακολούθησε η αισχροκέρδεια το μεγαλύτερο μέρος του 2020 όπου συμμετείχε και η ΔΕΗ, η οποία χαρακτηριστικά τον Απρίλιο του 2020 πουλούσε 110 ευρώ ανά μεγαβατώρα στους καταναλωτές χαμηλής τάσης ενώ αγόραζε στα 28 ευρώ ανά μεγαβατώρα, δηλαδή τέσσερις (4) φορές πάνω! Η εκκίνηση λειτουργίας του Μοντέλου-Στόχου (Target Model) στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας χωρίς επαρκή προετοιμασία και χωρίς έλεγχο και ρύθμιση οδήγησε σε «παιχνίδια» εκατομμυρίων στην αγορά εξισορρόπησης, με τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) να προτείνει τώρα την αναδρομική επιστροφή 67 εκατ. ευρώ, ενώ από τον Ιούλιο 2021 άρχισαν να δημιουργούνται τα υπερκέρδη των ηλεκτροπαραγωγών που υπολογίζει τώρα η ΡΑΕ».
Απάντησε ακόμη στο επιχείρημα της κυβέρνησης ότι η ουκρανική κρίση ευθύνεται για την έκρηξη των τιμών στο ρεύμα: «Πολύ πριν από την εκκίνηση της πολεμικής σύρραξης στην Ουκρανία οι πολίτες ήταν αντιμέτωποι με υπέρογκα ενεργειακά κόστη, ενώ η βιομηχανία, από τον Ιανουάριο μιλούσε για προσωρινό πάγωμα της παραγωγής και των επενδυτικών σχεδίων, εξαιτίας της εκτίναξης του ενεργειακού κόστους. Η ενεργοβόρος βιομηχανία είναι αυτή άλλωστε που καταγγέλλει σχεδόν από την έναρξη λειτουργίας του Target Model χειραγώγηση τιμών στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και λειτουργία ολιγοπωλίου στην ελληνική ενεργειακή αγορά, που επίσης συμμετέχει η ΔΕΗ».
«Η κοινωνία όμως και οι παραγωγικές δυνάμεις της Ελλάδας έχουν πληρώσει πολύ ακριβά την ενεργειακή πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Μετά από έντεκα (11) μήνες ακραίας ακρίβειας η κυβέρνηση λέει ότι θα «εξαφανίσει» τη ρήτρα Μητσοτάκη, ρήτρα αναπροσαρμογής, τον Ιούλιο, κάτι που περιμένουμε βέβαια να δούμε και κάτι που σημαίνει ότι οι λογαριασμοί θα παραμείνουν στα ύψη έως και τον Αύγουστο», είπε χαρακτηριστικά.
Ο Σ.Φάμελλος ξεκαθάρισε επίσης πως η λύση σε κάθε περίπτωση δεν είναι περισσότερο φυσικό αέριο αλλά περισσότερες ΑΠΕ με αποθήκευση με συμμετοχή της πολιτείας όμως και της κοινωνίας μέσω ενεργειακών κοινοτήτων αλλά και με ξεκάθαρους κανόνες και χωροταξικό σχεδιασμό.
Σε σχέση με τη βίαιη απολιγνιτοποίηση του κ. Μητσοτάκη επισήμανε ότι τα απτά αποτελέσματα είναι συγκεκριμένα, κανένα σχέδιο ανάπτυξης για την περιοχή αλλά ήδη 4.000 χαμένες θέσεις στις λιγνιτικές περιοχές. «Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αυτή που σύστησε το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης το 2018, με πόρους που δεν έχουν αξιοποιηθεί εδώ και τρία χρόνια. Και για τις λιγνιτικές περιοχές λοιπόν χρειαζόμαστε ένα σχέδιο από την πολιτεία όπου θα δημιουργήσει τη βάση για παραγωγικές επενδύσεις αλλά και θα κάνει η ίδια δημόσιες επενδύσεις όπως για παράδειγμα είναι η αποκατάσταση των λιγνιτορυχείων για να δημιουργηθούν και θέσεις εργασίας, ή ένα καθολικό πρόγραμμα εξοικονομώ σε όλα τα ιδιωτικά και δημόσια κτίρια. Υπάρχουν λύσεις για την παραγωγική ανασυγκρότηση των λιγνιτικών περιοχών αλλά φοβόμαστε ότι δεν υπάρχει πολιτική βούληση για αυτό. Αυτό φάνηκε και από σχετική δήλωση του κ. Μητσοτάκη στην “Bild” ότι οι κάτοικοι των λιγνιτικών περιοχών πρέπει να βρουν κάτι άλλο να κάνουν».
Έκλεισε την τοποθέτησή του λέγοντας: «Εμείς θέλουμε βιώσιμο και ανταγωνιστικό ελληνικό προϊόν, έτσι θα έχουμε και εργασία και βιώσιμη ανάπτυξη. Χρειαζόμαστε ισχυρό δημόσιο σχεδιασμό και εποπτεία για να έχουμε και έναν ισχυρό ιδιωτικό τομέα και μία βιώσιμη κοινωνία».