Η μελλοντική επιβάρυνση της υγείας από την ατμοσφαιρική ρύπανση στην Ελλάδα: Ο ρόλος της γήρανσης και των πολιτικών για την ποιότητα του αέρα

Άρθρο του Δρ. Δημήτρη Ακριτίδη*

Παρά τις εκτιμήσεις για βελτίωση της ποιότητας του αέρα τις επόμενες δεκαετίες στην Ελλάδα, μια πρόσφατη μελέτη αναδεικνύει μια λιγότερο αισιόδοξη προοπτική. Οι πρόωροι θάνατοι που σχετίζονται με τη μακροχρόνια έκθεση σε ατμοσφαιρική ρύπανση στην Ελλάδα ενδέχεται να αυξηθούν σημαντικά έως το τέλος του 21 ου αιώνα. Η κύρια αιτία δεν είναι η επιδείνωση των επιπέδων ρύπανσης, αλλά οι δημογραφικές μεταβολές και ειδικότερα η γήρανση του πληθυσμού.

Η μελέτη διερευνά πώς η εξέλιξη της ρύπανσης, του πληθυσμού και της ηλικιακής του σύνθεσης θα επηρεάσουν τη δημόσια υγεία, υπό διαφορετικά κλιματικά και κοινωνικοοικονομικά σενάρια. Εστιάζει στις επιπτώσεις της μακροχρόνιας έκθεσης στα λεπτά αιωρούμενα σωματίδια (PM 2.5 ) και στο όζον (O₃), τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και στις επιμέρους Περιφέρειες της χώρας. Παρότι οι συγκεντρώσεις των ρύπων προβλέπεται να μειωθούν, η υγειονομική επιβάρυνση αυξάνεται, κυρίως λόγω της αυξανόμενης ευαλωτότητας του πληθυσμού.

Σε εθνικό επίπεδο, οι πρόωροι θάνατοι που αποδίδονται στη μακροχρόνια έκθεση σε PM 2.5, από περίπου 8.000 ετησίως το 2000, αναμένεται να διπλασιαστούν έως το 2090 τόσο στο αισιόδοξο σενάριο SSP1- 2.6 (ισχυρές πολιτικές μείωσης εκπομπών) όσο και στο ενδιάμεσο σενάριο SSP2-4.5 (μέτριες πολιτικές μετριασμού), ενώ στο απαισιόδοξο σενάριο SSP3-7.0 η αύξηση είναι μικρότερη, περίπου 70%, καθώς οι δημογραφικές αλλαγές είναι λιγότερο έντονες.

Αντίστοιχα, οι πρόωροι θάνατοι που σχετίζονται με το όζον αναμένεται να υπερβούν τους 1.000 ετησίως στα σενάρια χωρίς ισχυρές πολιτικές (SSP2-4.5 και SSP3-7.0), αλλά μειώνονται σχεδόν στο μηδέν στο SSP1-2.6, καθώς οι πολιτικές μετριασμού οδηγούν σε πολύ μεγάλη μείωση των συγκεντρώσεων του όζοντος, σε επίπεδα οριακά χαμηλότερα από εκείνα που θεωρούνται επικίνδυνα για την υγεία.

Ιδιαίτερα επιβαρυμένες εμφανίζονται οι Περιφέρειες με τον μεγαλύτερο πληθυσμό. Στην Αττική, οι πρόωροι θάνατοι από PM 2.5 , που ήταν περίπου 3.000 το 2000, ενδέχεται να φτάσουν τους 9.000 ετησίως έως το 2090 στο SSP1-2.6, σενάριο που, παρά τη μείωση των ρύπων, οδηγεί στη μεγαλύτερη αύξηση της θνησιμότητας λόγω της έντονης γήρανσης του πληθυσμού. Σε όλες τις Περιφέρειες, οι δημογραφικές αλλαγές, και ιδίως η αύξηση του ποσοστού των ηλικιωμένων, αποδεικνύονται πιο καθοριστικές από τις μεταβολές στα επίπεδα ρύπανσης.

Τα αποτελέσματα υπογραμμίζουν ότι οι πολιτικές για την ποιότητα του αέρα θα πρέπει να σχεδιάζονται σε στενή σύνδεση με πολιτικές δημόσιας υγείας. Ο περιορισμός της ρύπανσης δεν αρκεί από μόνος του, καθώς απαιτούνται ολοκληρωμένες στρατηγικές που λαμβάνουν υπόψη τις δημογραφικές τάσεις και τις ανισότητες στην έκθεση και την ευαλωτότητα του πληθυσμού.

* Ο Δρ. Δημήτρης Ακριτίδης είναι Μεταδιδακτορικός Ερευνητής στον Τομέα Μετεωρολογίας και Κλιματολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης