Η ψευδαίσθηση της δροσιάς στην εποχή της υπερθέρμανσης - Όταν τα δεδομένα συγκρούονται με την αίσθηση

Ο φετινός Ιούνιος του 2025 στην Ελλάδα χαρακτηρίστηκε ως ο 2ος θερμότερος των τελευταίων 16 ετών (τουλάχιστον) σχεδόν σε όλα τα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας, σύμφωνα με τα δεδομένα του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών / meteo.gr. Και όμως, για πολλούς από εμάς, η αίσθηση ήταν διαφορετική: «Μου φάνηκε από τους πιο δροσερούς Ιουνίους», «Νορμάλ ήταν», «Καμία σχέση με πέρσι».

Και πράγματι, σε σύγκριση με τον ακραίο Ιούνιο του 2024  – τον θερμότερο Ιούνιο που έχει καταγραφεί στη χώρα μας στα χρονικά, ο φετινός μήνας μας φάνηκε πιο ήπιος. Στο παρακάτω γράφημα με δεδομένα από τo meteo.gr / Ε.Α.Α παρουσιάζετια ακριβώς η κατάσταση. Ο Ιούνιος του 2024 είχε θερμοκρασιακές αποκλίσεις που ξεπερνούσαν τους +4°C σε πολλές περιοχές (σχεδόν 2°C διαφορά από τον φετινό), ενώ φέτος η μέση απόκλιση κυμάνθηκε περίπου στους +2°C. Αυτή η διαφορά, όσο σημαντική και αν είναι σε απόλυτα μεγέθη, δεν αναιρεί το γεγονός ότι και ο φετινός Ιούνιος ήταν εξαιρετικά θερμός για τα ιστορικά κλιματικά δεδομένα της χώρας.

Εικόνα 1. Κατάταξη του μήνα Ιουνίου ανά έτος, ανάλογα με τη μέση μηνιαία τιμή της μέγιστης θερμοκρασίας από το 2010 έως 2025. Πηγή εικόνας: https://meteo.gr/article_view.cfm?entryID=3757.

Τα δεδομένα είναι αμείλικτα: η νέα “κανονικότητα” του καλοκαιριού έχει μετατοπιστεί σε υψηλότερες θερμοκρασίες, τόσο σταδιακά όσο και απότομα, με αποτέλεσμα η συλλογική μας αίσθηση για το τι είναι “ζέστη”, “δροσιά” ή “καύσωνας” να έχει αλλοιωθεί.

Η κλιματική αλλαγή δεν εκδηλώνεται μόνο με ρεκόρ — εκδηλώνεται και με την απώλεια του μέτρου, όταν ένα από τα θερμότερα καλοκαίρια γίνεται αισθητά “φυσιολογικό”. Αυτό το κενό ανάμεσα στην υποκειμενική εμπειρία και την αντικειμενική μέτρηση είναι ίσως από τα πιο δύσκολα κομμάτια στην κατανόηση της κλιματικής κρίσης.

Γι’ αυτό χρειάζεται να μάθουμε να αποκωδικοποιούμε τα δεδομένα, να τα ενσωματώνουμε στην εμπειρία μας και να αναγνωρίζουμε πότε το “φυσιολογικό” έχει πάψει να είναι φυσιολογικό.