Περιορισμένος ο ρόλος της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής στις φονικές βροχοπτώσεις στην Ιταλία

Κατά τη διάρκεια του Μαΐου 2023, η περιοχή Emilia-Romagna της Βόρειας Ιταλίας, ιδιαίτερα οι επαρχίες Μπολόνια, Ραβέννα, Φορλί-Τσεζένα, Ρίμινι, υπέστησαν σοβαρές καταστροφές, από πλημμύρες τριών διαδοχικών γεγονότων έντονων βροχοπτώσεων στις 2, 10, και 16 Μαΐου.

Τα τρία γεγονότα βροχοπτώσεων οφείλονται σε τρία διαφορετικά συστήματα χαμηλής πίεσης πάνω από το Τυρρηνικό Πέλαγος. Το πρώτο από τα τρία γεγονότα έντονων βροχοπτώσεων σημειώθηκε μετά από δύο χρόνια ξηρασίας στη Βόρεια Ιταλία, κυρίως λόγω της έλλειψης χιονοπτώσεων τον χειμώνα στις Άλπεις, τους Δολομίτες, και τα Απέννινα Όρη. Για τα δύο επόμενα γεγονότα τα εδάφη ήταν κορεσμένα σε υγρασία. Η συσσωρευμένη βροχόπτωση των τριών περιόδων έντονων βροχοπτώσεων είχε ως αποτέλεσμα 23 όχθες ποταμών να πλημμυρίσουν, να βυθιστούν οικισμοί, και να αφήσουν χιλιάδες άστεγους. Οι έντονες βροχοπτώσεις προκάλεσαν επίσης περισσότερες από 400 κατολισθήσεις, αρκετές από τις οποίες ήταν σοβαρές.

Για να κατανοήσουμε σε ποιο βαθμό η κλιματική αλλαγή που προκαλείται από τον άνθρωπο άλλαξε την πιθανότητα και την ένταση αυτής της ακραίας βροχόπτωσης, επιστήμονες από την Ιταλία, την Ολλανδία, τη Γαλλία, τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο χρησιμοποίησαν δημοσιευμένες και αξιολογημένες μεθόδους. Δεδομένου ότι ο κατακλυσμός και οι επιπτώσεις στην περιοχή Emilia-Romagna ήταν συνέπεια μιας σειράς σύντομων αλλά έντονων βροχοπτώσεων που σημειώθηκαν μέσα σε διάστημα τριών εβδομάδων, η ομάδα μελέτησε τη μέγιστη αθροιστική βροχόπτωση για μια περίοδο 21 ημερών την περίοδο Απρίλιο-Ιούνιο, κατά μέσο όρο στην περιοχή τα τελευταία 62 έτη.

Τα κυριότερα ευρήματα:

  • Οι ανοιξιάτικες βροχοπτώσεις στην περιοχή μελέτης μελετήθηκαν χρησιμοποιώντας ένα πυκνό δίκτυο 60 μετεωρολογικών σταθμών στην περιοχή που λειτουργούν τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1960. Οι έντονες βροχοπτώσεις τις πρώτες 21 ημέρες του Μαΐου 2023 είναι το πιο σημαντικό γεγονός βροχόπτωσης για αυτή την περίοδο. Η πιθανότητα να συμβεί ένα τέτοιο γεγονός είναι περίπου 0,5% ή 1 φορά κάθε 200 χρόνια.
  • Τα δεδομένα των μετεωρολογικών σταθμών, καθώς και άλλων προϊόντων παρατήρησης (ραντάρ), δεν δείχνουν στατιστικά σημαντική τάση αύξησης ανοιξιάτικων βροχοπτώσεων αυτή την περίοδο των 21 ημερών. Επομένως η ποσότητα βροχής που πέφτει σε ένα τόσο σπάνιο γεγονός σήμερα θα ήταν παρόμοια με το αν εκδηλωνόταν πριν δεκαετίες.
  • Για να προσδιοριστεί εάν υπάρχει πράγματι τάση λόγω της αλλαγής του κλίματος που προκαλείται από τον άνθρωπο ή εάν μια τάση δικαιολογείται από αλλαγές σε άλλους παράγοντες της βροχόπτωσης, όπως αλλαγές στη χρήση γης ή αλλαγές στη συγκέντρωση αερολυμάτων, εξετάστηκε το ίδιο γεγονός διάρκειας 21 ημερών σε κλιματικά μοντέλα με και χωρίς την ανθρώπινη συνεισφορά στην κλιματική αλλαγή. Από τα 19 μοντέλα που χρησιμοποιήθηκαν, κανένα από αυτά δεν παρουσιάζει στατιστικά σημαντική αλλαγή στην πιθανότητα ή στην ένταση ενός τέτοιου γεγονότος. Αυτό υποδηλώνει ότι σε αντίθεση με τα περισσότερα μέρη του κόσμου, δεν υπάρχει πράγματι ανιχνεύσιμη αύξηση των έντονων βροχοπτώσεων στην περιοχή Emilia-Romagna την άνοιξη.
  • Αυτό το εύρημα επιβεβαιώνει παλαιότερες έρευνες που διαπίστωσαν ότι με την ανθρωπογενή κλιματική αλλαγή, ο αριθμός των συστημάτων χαμηλής πίεσης στην Κεντρική Μεσόγειο έχει μειωθεί. Αυτό οδηγεί σε μείωση των έντονων βροχοπτώσεων, αντισταθμίζοντας την αναμενόμενη αύξηση των έντονων βροχοπτώσεων από την υπερθέρμανση του πλανήτη.
  • Τις τελευταίες δεκαετίες, η ταχεία αστικοποίηση και ο ολοένα και πιο πυκνός αστικός ιστός έχουν περιορίσει τον χώρο για την αποστράγγιση του νερού και τον αυξημένο κίνδυνο πλημμύρας, γεγονός που έχει επιδεινώσει τις επιπτώσεις των έντονων βροχοπτώσεων. Ωστόσο, αυτό ήταν ένα εξαιρετικά σπάνιο γεγονός και οι περισσότερες υποδομές δεν μπορούν εύλογα να κατασκευαστούν για να αντέχουν τέτοια συμβάντα χαμηλής συχνότητας εμφάνισης.
  • Ενώ το πλήρες προφίλ των επιπτώσεων στην ανθρώπινη ζωή και τα μέσα διαβίωσης δεν έχει ακόμη αναλυθεί, οι αρχικές εκτιμήσεις δείχνουν ότι οι πλημμύρες και οι κατολισθήσεις προκάλεσαν 17 θανάτους και εκτόπισαν περίπου 50.000 ανθρώπους. Η πλειοψηφία των νεκρών ήταν ηλικιωμένοι και πέθαναν στα σπίτια τους, σε πολλές περιπτώσεις σχετιζόμενα είτε με μειωμένη κινητικότητα είτε με απροθυμία να εκκενώσουν. Αυτοί οι θάνατοι υπογραμμίζουν πώς προϋπάρχουσες ευπάθειες όπως η αναπηρία και η περιορισμένη αντίληψη κινδύνου επιδείνωσαν τις επιπτώσεις στην περιοχή.

Πηγή:  World Weather Attribution