Ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας και καιρικές συνθήκες στη χώρα μας το 2024

Άρθρο της Στέλας Σαρρή*

Η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας αποτελεί – τρόπον τινά – ένα δείκτη κοινωνικής ευημερίας, ευμάρειας και οικονομικής ανάπτυξης, ενώ παράλληλα επηρεάζεται από ένα σύνολο παραγόντων, όπως τη θερμοκρασία, τις καιρικές συνθήκες και, γενικότερα το κλίμα, καθώς και από την τιμή ηλεκτρικής ενέργειας.

Στην Ελλάδα, η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας από το 2000 και μετά παρουσιάζει την εικόνα που φαίνεται στο Σχήμα 1. Από το 2000 έως το 2008, κατά τα χρόνια που η οικονομία της χώρας χαρακτηριζόταν ακόμα από σχετική ευημερία, η ζήτηση παρουσίασε αύξηση. Στη συνέχεια, τα χρόνια της κρίσης, υπήρξε αισθητή μείωση στη ζήτηση, η οποία μπορεί να αποδοθεί: 1) στο «λουκέτο» που μπήκε σε πολλές επιχειρήσεις, 2) στη μεταφορά πολλών επιχειρήσεων στο εξωτερικό, και 3) στην πτώση του τουρισμού από τους Έλληνες πολίτες καθώς και στην οικονομία στην κατανάλωση ρεύματος, λόγω μικρότερων οικονομικών δυνατοτήτων. Με εξαίρεση τα έτη 2014-2016, η πτωτική τάση στη ζήτηση συνεχίστηκε με το 2023 να σημειώνεται ζήτηση ίση με 54.29 TWh (τεραβατώρες), τιμή λίγο υψηλότερη από την ελάχιστη τιμή (52.93 TWh) του έτους 2000.

Σχήμα 1: Ετήσια εξέλιξη της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα (Πηγή: Ember | Clean Energy Policy | Clean energy policy and data (ember-climate.org))

Εστιάζοντας στο 2024, με δεδομένα από τον Ιανουάριο έως τον Αύγουστο (Πηγή: Μηνιαία Δελτία Ενέργειας ΑΔΜΗΕ – https://www.admie.gr/agora/enimerotika-deltia/miniaia-deltia-energeias), η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα μας ανά μήνα φαίνεται στο Σχήμα 2. Είναι εμφανής η σχετικά υψηλότερη ζήτηση τον Ιανουάριο, λόγω κυρίως των αυξημένων αναγκών για θέρμανση με χρήση ηλεκτρικού ρεύματος. Ο μήνας με τη χαμηλότερη ζήτηση (3555 MW) ήταν ο Απρίλιος, ενώ ο Ιούνιος του 2024 ήταν ο θερμότερος στα χρονικά των καταγραφών για την Ελλάδα από το 1960, σύμφωνα με τα μετεωρολογικά δεδομένα που ανέλυσε η επιστημονική ομάδα του meteo.gr/Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. Αυτό οδήγησε σε αυξημένη ζήτηση εξαιτίας των αυξημένων αναγκών για ψύξη (κλιματιστικά). Ο Ιούλιος 2024, ήταν ο πιο θερμός από το 2010 στη Βόρεια και Δυτική Ελλάδα και στο Ιόνιο, με τις μέσες μηνιαίες τιμές θερμοκρασίας να κυμαίνονται έως και +3.4 °C πάνω από τα κανονικά για την εποχή επίπεδα. Οι αυξημένες ανάγκες για ψύξη, σε συνδυασμό με τα υψηλά φορτία για την άρδευση (ποτίσματα) στις καλλιέργειες και τον τουρισμό, οδήγησαν σε συνολική ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας ίση με 5803 GWh, ενώ σημειώθηκε αιχμή ζήτησης, ίση με 10781 MW, στις 18 Ιουλίου 2024, στις 15:00, κατά τη διάρκεια των ημερών του καύσωνα.

Σχήμα 2: Συνολική ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, ανά μήνα, το 2024 (Πηγή: Μηνιαία Δελτία Ενέργειας ΑΔΜΗΕ – https://www.admie.gr/agora/enimerotika-deltia/miniaia-deltia-energeias)

Η μεταβολή της ζήτησης το 2024, σε σύγκριση με τους αντίστοιχους μήνες του 2023, αποτυπώνεται στο Σχήμα 3. Σύμφωνα και με την ανάλυση που προαναφέρθηκε, είναι εμφανής η επίδραση της κλιματικής αλλαγής και της αύξησης της θερμοκρασίας στη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας, ειδικά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Ο Ιούνιος του 2024, που ήταν ο θερμότερος από το 1960, χαρακτηρίστηκε από ζήτηση αυξημένη κατά 25.71 % σε σχέση με το 2023. Αντίστοιχα, η ζήτηση τον Φεβρουάριο 2024, που ήταν ο πιο θερμός στη Βόρεια Ελλάδα τα τελευταία 15 χρόνια, ήταν μειωμένη κατά 2,10 % σε σχέση με το 2023, κάτι που μπορεί να αποδοθεί και σε μειωμένες ανάγκες για θέρμανση με ηλεκτρικό ρεύμα.
Αξίζει να επισημανθεί ότι η αύξηση της ζήτησης τον Ιανουάριο 2024, έναντι του αντίστοιχου μήνα του 2023, δεν οφείλεται σε μειωμένες θερμοκρασίες, καθώς ο Ιανουάριος ήταν επίσης ένας από τους πιο θερμούς των τελευταίων 15 ετών. Αντίθετα, η ζήτηση των Ιανουάριο του 2023 ήταν μειωμένη, εξαιτίας των πολύ υψηλών τιμών στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και, κατ’ επέκταση, στη λιανική αγορά (τιμολόγια ρεύματος). Έτσι, η σχετικά μειωμένη τιμή ενέργειας τον Ιανουάριο 2024 έναντι του Ιανουαρίου 2023 επέτρεψε στους καταναλωτές να καταναλώσουν περισσότερο ρεύμα.

Σχήμα 3: Ποσοστιαία μεταβολή της συνολικής ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, ανά μήνα, από το 2023 στο 2024 (Πηγή: Μηνιαία Δελτία Ενέργειας ΑΔΜΗΕ – https://www.admie.gr/agora/enimerotika-deltia/miniaia-deltia-energeias)

 

* Η Στέλα Σαρρή είναι Ηλεκτρολόγος Μηχανικός και Μηχανικός Υπολογιστών (MSc, PhD), με διδακτορικό στα έξυπνα ηλεκτρικά δίκτυα και ειδίκευση σε θέματα λειτουργίας ηλεκτρικών δικτύων και αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

 

 


  • Μερικές πληροφορίες για την ορολογία του άρθρου:

Η ηλεκτρική ενέργεια ρέει αδιάλειπτα για την παροχή ρεύματος στους καταναλωτές. Η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία συνήθως μετράται σε kWh (κιλοβατώρες, μονάδα ενέργειας), εκφράζει την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιείται για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία συνήθως μετράται σε kW (κιλοβάτ, μονάδα ισχύος), εκφράζει τον ρυθμό με τον οποίο χρησιμοποιείται ηλεκτρική ενέργεια. Η ζήτηση για αυτή την ηλεκτρική ενέργεια καθορίζεται από το πόση ποσότητα χρησιμοποιείται σε κάθε δεδομένη στιγμή. Όσο περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια χρησιμοποιείται ανά πάσα στιγμή, τόσο μεγαλύτερη είναι η ζήτηση. Ας δούμε ένα παράδειγμα, για να γίνει καλύτερα κατανοητή η διαφορά:

Εάν ανάψουμε έναν λαμπτήρα 100 W για 10 ώρες, θα καταναλώσουμε συνολικά 1000 W στις ώρες αυτές. Αν ανάψουμε δέκα λαμπτήρες των 100 Watt ο καθένας για 1 ώρα, θα καταναλώσουμε και πάλι 1000 W, αλλά αυτή η ηλεκτρική ενέργεια θα καταναλωθεί σε πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα (1 ώρα αντί για 10, της προηγούμενης περίπτωσης), με αποτέλεσμα η ζήτηση στη μία ώρα να αυξηθεί σημαντικά.

Ωστόσο, συνηθίζεται να χρησιμοποιούνται οι όροι «ζήτηση» και «φορτίο» για να εκφράσουν την ανάγκη των καταναλωτών για ηλεκτρικό ρεύμα. Υπάρχουν διαφορετικές κατηγορίες φορτίου:

  • Οικιακό φορτίο: Το οικιακό φορτίο ορίζεται ως η ενέργεια που καταναλώνεται από τις ηλεκτρικές συσκευές στις οικίες μας. Εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τις καιρικές συνθήκες, το κλίμα, τον τύπο και το μέγεθος της κατοικίας, το βιοτικό επίπεδο κ.ο.κ. Το οικιακό φορτίο αποτελείται κυρίως από φωτισμό, ανεμιστήρες, κλιματιστικά, μικρούς κινητήρες, ηλεκτρικούς φούρνους, και ψυγεία. Το μεγαλύτερο τμήμα των οικιακών φορτίων συνδέονται μόνο για ορισμένες ώρες κατά τη διάρκεια της ημέρας. Για παράδειγμα, ανάβουμε τα φώτα κυρίως για λίγες ώρες το βράδυ πριν κοιμηθούμε, χρησιμοποιούμε οικιακές συσκευές όπως πλυντήρια και φούρνο τις ώρες που επιστρέφουμε στο σπίτι από τη δουλειά κ.τ.λ.
  • Εμπορικό φορτίο: Το εμπορικό φορτίο κατά βάση αποτελείται από το φορτίο καταστημάτων, γραφείων, ιατρείων, αποθηκών, εστιατορίων κ.ο.κ. και εκφράζεται από τις ανάγκες φωτισμού, θέρμανσης, ψύξης και χρήσης ηλεκτρικών συσκευών, όπου αυτές είναι απαραίτητες. Αυτός ο τύπος φορτίου καταλαμβάνει συχνά περισσότερες ώρες κατά τη διάρκεια της ημέρας σε σύγκριση με το οικιακό φορτίο.
  • Βιομηχανικό φορτίο: Το φορτίο αυτό αποτελείται από βιοτεχνίες μικρού και μεσαίου μεγέθους και από βιομηχανίες. Οι πρώτες συνδέονται συνήθως στη μέση τάση, ενώ οι δεύτερες στην υψηλή τάση. Το βιομηχανικό φορτίο περιλαμβάνει όλα τα φορτία που χρησιμοποιούνται στις βιομηχανίες (ρεύμα για να λειτουργήσουν τα μηχανήματα, φωτισμός κ.ο.κ.) και η διάρκειά του μπορεί να καλύπτει ακόμα και ολόκληρη την ημέρα, αν μια βιοτεχνία ή βιομηχανία δεν σταματάει τη λειτουργία της.

Υπάρχει ακόμα το φορτίο του Δήμου που αφορά κυρίως ανάγκες φωτισμού, το φορτίο για την ηλεκτροκίνηση σε δημόσια μέσα μεταφοράς και το αρδευτικό φορτίο, για την παροχή νερού στους αγρότες και το πότισμα των χωραφιών.